- κανᾶ
- κάνεονbasket of reedneut nom/voc/acc pl (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάνα — κάνᾱ , κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc pl (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνα — Χωριό της Γαλιλαίας, γνωστό από την Καινή Διαθήκη. Εκεί ο Ιησούς πραγματοποίησε (κατά τους Ευαγγελιστές) το πρώτο του θαύμα, μετατρέποντας το νερό σε κρασί κατά τη διάρκεια ενός γάμου. Από την Κ. καταγόταν ο μαθητής του Ιησού, Ναθαναήλ. Το… … Dictionary of Greek
κἀνά — ἀνά , ἀνά on board indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия
БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) … Православная энциклопедия
Melina Kana — (griechisch Μελίνα Κανά, eigentlich Μελίνα Κανατά Melina Kanata, * 29. Mai 1966 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die ältere Schwester von Lizeta Kalimeri. Ein Philologiestudium an der Aristoteles Universität… … Deutsch Wikipedia
ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… … Православная энциклопедия
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… … Dictionary of Greek
λωλοκάνα — λωλοκάνα, η (Μ) η στραβοκάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + κάνα (< κανί «κνήμη), πρβλ. στραβο κάνα] … Dictionary of Greek